τυπικάρης

τυπικάρης
ο, Ν
(στο Άγιο Όρος) μοναχός που επιβλέπει την πιστή τήρηση τού τυπικού τής μονής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυπικόν + κατάλ. -άρης (πρβλ. βαρκ-άρης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τυπικάρης — ο καλόγερος του Αγίου Όρους υπεύθυνος για την πιστή τήρηση του τυπικού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυπικαριό — το, Ν [τυπικάρης] (στα καθολικά τών μονών τού Αγίου Όρους) χώρος φύλαξης τών εκκλησιαστικών βιβλίων …   Dictionary of Greek

  • АФОН — [Св. Гора; греч. ̀ρδβλθυοτεΑθως, ̀λδβλθυοτεΑγιον ̀ρδβλθυοτεΟρος], крупнейшее в мире средоточие правосл. монашества, расположенное в Греции на п ове Айон Орос (Св. Гора, Афонский п ов). Находится под церковной юрисдикцией К польского Патриархата.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”